- ζωγραφίζω
- και ζωγραφώ (AM ζωγραφῶ, -έω)1. αναπαριστάνω, απεικονίζω με χρώματα πάνω σε μια επιφάνεια πρόσωπα, ζώα ή πράγματα2. διακοσμώ με εικόνες, εικονογραφώ («ζωγράφισε το βιβλίο»)νεοελλ.1. καταγίνομαι με τη ζωγραφική2. μτφ. α) περιγράφω γραπτώς ή με λόγο κάτι τόσο ζωηρά και πιστά ώστε ο αναγνώστης ή ο ακροατής να τό βλέπει σαν σε ζωγραφικό πίνακα, με κάθε λεπτομέρειαβ) (για πρόσ.) χαρακτηρίζω, ιδίως δυσμενώς, κάποιον («τόν ζωγράφισε με τα μελανότερα χρώματα»)3. μτφ. φαντάζομαι κάτι4. μέσ. ζωγραφίζομαι(για γυναίκες) ψιμυθιώνομαι, βάφομαι, φτιασιδώνομαιαρχ.1. εξωραΐζω2. συμβολίζω3. φρ. «ζωγραφῶ ἐμαυτὸν πρός τινα» — μιμούμαι κάποιον4. διευθετώ, διακοσμώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωγραφώ < ζωγράφος. Ο αόρ. εζωγράφησα τού ζωγραφώ, ταυτιζόμενος ως προς την προφορά του με τον αόρ. τών ρ. σε -ίζω, σχημάτισε υποχωρητικά τ. ενεστ. ζωγραφίζω (πρβλ. σκορπώ, αόρ. σκόρπησα > σκορπίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.